- ἀλφίτῳ
- ἄλφιτονbarley-groatsneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλφιτώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αρχαία δύσμορφη γυναίκα, όπως η Λάμια και η Μορμώ, με την αναφορά της οποίας οι μητέρες φόβιζαν τα άτακτα παιδιά. Πιθανολογείται ότι στην αρχή ήταν πολύ άσχημη γυναίκα ή γριά, η οποία άλειφε το πρόσωπό της με άλφιτα (αλεύρι… … Dictionary of Greek
АЛФИТО — • Άλφιτώ, см. Έμπουσα, Эмпуса … Реальный словарь классических древностей
POLENTA — Graece παλυντὴ, Aeol. πολυντὰ, erat farina subtiliter molita, ad instar cineris, quae quomodo praeparari consueverit, exponit Plin. l. 18. c. 7. Nempe non simpliciter hordei farina fuit, sed ex hordeo tosto prius, deinde subtiliter fracto et… … Hofmann J. Lexicon universale
SYCAMINUM — Graece Συκάμινον, oppidulum olim Boeotiae, Oropô haud procul, in ripa Asopi, hodieque vicus est satis grandis, incolis Sycamino aut Scamino appellatus, in quo Graeci complura habent templa, inter quae unum Agiol Saranda, h. e. XL. Sanctorum,… … Hofmann J. Lexicon universale
ακκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αθηναία ή Σαμία, που έγινε παροιμιώδης για τις ανοησίες της. Ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, μιλούσε με την εικόνα της και έκανε διάφορες κινήσεις, που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία του ρήματος ακκίζομαι. * * *… … Dictionary of Greek
επαλφιτώ — ἐπαλφιτῶ, όω (Α) ρίχνω άλφιτα* στο κρασί («Σέλευκος έπηλφίτωσε», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλφιτώ (< άλφιτον «αλεύρι, ζυμαρικό») τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. διαλφιτώ)] … Dictionary of Greek
μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να … Dictionary of Greek